- διαλύονται
- διαλύωloose one from anotherpres ind mp 3rd pl (epic)διαλύ̱ονται , διαλύωloose one from anotherpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ιοντικοί κρύσταλλοι — Κρύσταλλοι, τα συστατικά στοιχεία των οποίων είναι φορτισμένα ιόντα που ενώνονται μεταξύ τους με ιοντικές (ηλεκτροστατικές) αλληλεπιδράσεις. Τα ιόντα των ι.κ. μπορεί να είναι μονοατομικά ή πολυατομικά. Παραδείγματα ι.κ. αποτελούν οι κρύσταλλοι… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
ASPHALTUS et ASPHALTIS et ASPHALTITES — ASPHALTUS, et ASPHALTIS, et ASPHALTITES lacus Iudaeae in Pentapoli, in quo nihil grave submergi potest. In eo fuêre So doma et Gomorrha, Admah et Zeboim, quae, propter nefandam populi luxuriem et libidinem, caelitus exustae sunt. Mare mortuum, a… … Hofmann J. Lexicon universale
αδιαλυτότητα — η [αδιάλυτος] η ιδιότητα μερικών σωμάτων να μην διαλύονται … Dictionary of Greek
αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… … Dictionary of Greek
απομάκρυνση — (Γεωλ.). Η επιφανειακή φθορά βραχώδους ή παγετώδους εδάφους και η μετακίνηση των λεπτόκοκκων υλικών που παράγονται από αυτή τη φυσική διαδικασία. Η απώλεια αυτή οφείλεται είτε σε μηχανική δράση (άμμος, πηλός, κροκάλες κλπ.) είτε σε χημική (ουσίες … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek